- Φαλλήν
- Φαλλήνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] … Dictionary of Greek
Φαλλῆνα — Φαλλήν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλλῆνος — Φαλλήν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dioniso — Para el nombre teofórico (‘sirviente de Dioniso’) que a veces se aplica erróneamente a este dios, véase Dionisio … Wikipedia Español
φαλληνός — όν, Α αυτός που έχει σχήμα φαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φαλλήν, ῆνος ως επίθ. με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek